Συνολικές προβολές σελίδας

Τετάρτη 30 Ιανουαρίου 2008

T.S. Eliot

BUIRNT NORTON
(No. 1 of 'Four Quartets')



I

Time present and time past
Are both perhaps present in time future,
And time future contained in time past.
If all time is eternally present
All time is unredeemable.
What might have been is an abstraction
Remaining a perpetual possibility
Only in a world of speculation.
What might have been and what has been
Point to one end, which is always present.
Footfalls echo in the memory
Down the passage which we did not take
Towards the door we never opened
Into the rose-garden. My words echo
Thus, in your mind.
But to what purpose
Disturbing the dust on a bowl of rose-leaves
I do not know.
Other echoes
Inhabit the garden. Shall we follow?
Quick, said the bird, find them, find them,
Round the corner. Through the first gate,
Into our first world, shall we follow
The deception of the thrush? Into our first world.
There they were, dignified, invisible,
Moving without pressure, over the dead leaves,
In the autumn heat, through the vibrant air,
And the bird called, in response to
The unheard music hidden in the shrubbery,
And the unseen eyebeam crossed, for the roses
Had the look of flowers that are looked at.
There they were as our guests, accepted and accepting.
So we moved, and they, in a formal pattern,
Along the empty alley, into the box circle,
To look down into the drained pool.
Dry the pool, dry concrete, brown edged,
And the pool was filled with water out of sunlight,
And the lotos rose, quietly, quietly,
The surface glittered out of heart of light,
And they were behind us, reflected in the pool.
Then a cloud passed, and the pool was empty.
Go, said the bird, for the leaves were full of children,
Hidden excitedly, containing laughter.
Go, go, go, said the bird: human kind
Cannot bear very much reality.
Time past and time future
What might have been and what has been
Point to one end, which is always present.


Thomas S. Eliot - Burnt Norton I

Χρόνος παρών και χρόνος παρελθών
Ίσως και οι δυό παρόντες είναι εις χρόνο μέλλοντα
Κι ο μέλλων χρόνος έγκλειστος εις χρόνο παρελθόντα.
Εάν ο χρόνος όλος είν' αιωνίως παρών
Όλος ο χρόνος είναι αλύτρωτος.
Ο,τι μπορούσε να ήταν είναι αφαίρεση
Μένοντας μιά διαρκής δυνατότης
Μονάχα σ' έναν κόσμο εικασιών .
Ο,τι μπορούσε νά ήταν και ό,τι έγινε
Στοχεύουν σ' ένα τέλος που είναι πάντοτε παρόν .
Πατήματα αντηχούν μέσα στην μνήμη
Κάτω στο μονοπάτι που δεν πήραμε
Κατά την θύρα που ποτέ μας δεν ανοίξαμε
Προς τον ροδόκηπο. Οι λέξεις μου αντηχούν
Έτσι στο μυαλό σου .
Αλλά για ποιό σκοπό
Ταράζοντας την σκόνη σ' ένα κύπελλο με ροδοπέταλα
Δεν ξέρω.
Αντίλαλοι άλλοι
Τον κήπο κατοικούν. Θ' ακολουθήσουμε;
Γρήγορα είπε το πουλί, βρέστε τους, βρέστε τους,
Γύρω στην γωνιά. Μέσω της πρώτης πύλης,
Στον πρώτο κόσμο μας, θ' ακολουθήσουμε
Την παραπλάνηση της κίχλης; Στον πρώτο κόσμο μας.
Εκεί ήταν αυτοί, αξιοπρεπείς, αθέατοι,
Κινούμενοι χωρίς βιασύνη πάνω απ' τα φύλλα τα νεκρά,
Στη ζέστη του φθινόπωρου μέσ' απ' το τρέμουλο του αέρα,
Και το πουλί κελάηδησε σ' απόκριση προς
Την ανήκουστη την μουσική κρυμμένη μες στην λόχμη ,
Και διεσταυρώθ' η αθέατη σπίθα-ματιού διότι τα ρόδα
Είχαν την όψη λουλουδιών που τα ποθούσαν .
Εκεί φιλοξενούμενοί μας ήταν , δεκτοί και παραδέκτες.
Έτσι κινήσαμε, κι αυτοί μαζί, στο ίδιο σχέδιο,
Απ' το άδειο μονοπάτι, στον κύκλο της πρασιάς,
Να δούμε κάτω μες στην στραγγισμένη στέρνα.
Στέρνα στεγνή, στεγνό τσιμέντο καστανό στην άκρη,
Και η στέρνα ήταν γεμάτη με νερό από ηλιόφως,
Κ' ήσυχα, ήσυχα σηκώθηκε ο λωτός,
Η επιφάνεια έλαμψε απ' την καρδιά του φωτός,
Και ήταν πίσω μας καθρεπτισμένοι μες στην στέρνα.
Τότ' ένα νέφος πέρασε και η στέρνα ήταν άδεια.
Φύγε, είπε το πουλί διότι τα φύλλα ήταν γεμάτα με παιδιά,
Παράφορα κρυμμένα, πνίγοντας γέλιο.
Φύγετε, φύγε, φύγε, είπε το πουλί: Το ανθρώπινο είδος
Δεν μπορεί ν' αντέξει και πολλή πραγματικότητα.
Χρόνος παρελθών και χρόνος μέλλων
Ο,τι μπορούσε να είχε γίνει κι ό,τι απέγινε
Στοχεύουν σ' ένα τέλος, πού είναι πάντοτε παρόν
_________________

3 σχόλια:

ΦΥΡΔΗΝ-ΜΙΓΔΗΝ είπε...

"Στοχεύουν σ' ένα τέλος, πού είναι πάντοτε παρό"

΄Ετσι είμαστε το ανθρώπινο είδος...
Εδώ και τώρα...
Σκέφτομαι όμως, πως αν δεν ήταν κι' έτσι, ίσως έπαυε κάθε ενδιαφέρον για περαιτέρω εξέλιξη. ΄Ολα θα ήσαν στάσιμα και σε πρωτόγονη ίσως κατάσταση.
Το άγνωστο, ανεξερεύνητο και ομιχλώδες δίνει την ώθηση για την προσπάθεια...

Φιλί και Γλαρένιες αγκαλιές

Kwnstantinos είπε...

April is the cruellest month, breeding
Lilacs out of the dead land, mixing
Memory and desire, stirring
Dull roots with spring rain.
Winter kept us warm, covering
Earth in forgetful snow, feeding
A little life with dried tubers.
Summer surprised us, coming over the Starnbergersee
With a shower of rain; we stopped in the colonnade,
And went on in sunlight, into the Hofgarten,
And drank coffee, and talked for an hour.
Bin gar keine Russin, stamm' aus Litauen, echt deutsch.
And when we were children, staying at the archduke's,
My cousin's, he took me out on a sled,
And I was frightened. He said, Marie,
Marie, hold on tight. And down we went.
In the mountains, there you feel free.
I read, much of the night, and go south in the winter.

What are the roots that clutch, what branches grow
Out of this stony rubbish? Son of man,
You cannot say, or guess, for you know only
A heap of broken images, where the sun beats,
And the dead tree gives no shelter, the cricket no relief,
And the dry stone no sound of water. Only
There is shadow under this red rock,
(Come in under the shadow of this red rock),
And I will show you something different from either
Your shadow at morning striding behind you
Or your shadow at evening rising to meet you;
I will show you fear in a handful of dust.

Frisch weht der Wind
Der Heimat zu.
Mein Irisch Kind,
Wo weilest du?

'You gave me hyacinths first a year ago;
'They called me the hyacinth girl.'
--Yet when we came back, late, from the Hyacinth garden,
Your arms full, and your hair wet, I could not
Speak, and my eyes failed, I was neither
Living nor dead, and I knew nothing,
Looking into the heart of light, the silence.
Oed' und leer das Meer.


Madame Sosostris, famous clairvoyante,
Had a bad cold, nevertheless
Is known to be the wisest woman in Europe,
With a wicked pack of cards. Here, said she,
Is your card, the drowned Phoenician Sailor,
(Those are pearls that were his eyes. Look!)
Here is Belladonna, the Lady of the Rocks,

The lady of situations.
Here is the man with three staves, and here the Wheel,
And here is the one-eyed merchant, and this card,
Which is blank, is something he carries on his back,
Which I am forbidden to see. I do not find
The Hanged Man. Fear death by water.
I see crowds of people, walking round in a ring.
Thank you. If you see dear Mrs. Equitone,
Tell her I bring the horoscope myself:
One must be so careful these days.

Unreal City,
Under the brown fog of a winter dawn,
A crowd flowed over London Bridge, so many,
I had not thought death had undone so many.
Sighs, short and infrequent, were exhaled,
And each man fixed his eyes before his feet.
Flowed up the hill and down King William Street,
To where Saint Mary Woolnoth kept the hours
With a dead sound on the final stroke of nine.
There I saw one I knew, and stopped him, crying 'Stetson!
'You who were with me in the ships at Mylae!
'That corpse you planted last year in your garden,
'Has it begun to sprout? Will it bloom this year?
'Or has the sudden frost disturbed its bed?
'Oh keep the Dog far hence, that's friend to men,
'Or with his nails he'll dig it up again!
'You! hypocrite lecteur!--mon semblable,--mon frère!'
T.S Eliot-The Waste Land (part 1)

Ανώνυμος είπε...

www.arelis.gr
περιεχει τα ποιηματα νεα υορκη ολυμπια και εκθεση ορθοδρομης αναδρομιας